-
1 очерк
литер. το δοκίμιο очертание το περίγραμμα, η μορφή. очиститель ο καθαριστής. очистить см. очищать. очистка ο καθαρισμός, το καθάρισμα, η εκκαθάριση, η διΰλιση- με φλόγαщелочная - масла - αλκαλικός - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очерк